Friday, June 27, 2008,3:59 PM
Ένας διαφορετικός Ιππότης ΙΙI

Όπως πιθανώς έχετε ήδη καταλάβει προσπαθώ να κρατήσω αυτή την εισαγωγή με την πρώτη μου συνάντηση με το Ιππότη Ιωάννη Κ. Πλατυπόδη σε ρυθμό αγωνίας και αναμονής αλλά θα πρέπει να καταλάβετε ότι αυτό είναι ο μόνος τρόπος για να σας μεταφέρω την ένταση της στιγμής. Λένε ότι όταν πλησιάζει το τέλος σου βλέπεις όλη σου τη ζωή σαν κινηματογραφική ταινία από μπροστά σου σε μεγάλη ταχύτητα. Εγώ εκείνη τη στιγμή, μπροστά στον Ιππότη Ιωάννη το μόνο που μπορούσα να δω ήταν το θείο μου να με κοπανάει με αυτό το κομμάτι το πεύκο που δούλευα και τίποτα άλλο! Και βέβαια η υποψία ότι κάτι άλλο κρυβόταν πίσω από τον μικρόσωμο επισκέπτη δεν μου έφευγε από το μυαλό.

“Λοιπόν αγόρι μου, μπορείς να μιλήσεις;” Η φωνή του ήταν ήρεμη αλλά πολύ σιγανή και χρειαζόταν μεγάλη προσπάθεια από μένα για να ακούσω τι έλεγε και φυσικά το μέγεθός του και η φωνή του δεν έπνεαν το δέος που θα έπρεπε να εμπνέει ένας Ιππότης με τα αξιώματα και τις εμπειρίες του. Γι' αυτό λοιπόν κι εγώ έκανα το μόνο λογικό που θα μπορούσα να κάνω, έκλεισα τα μάτια μου και είπα:

“Ποιος είσαι;” Καταλαβαίνω ότι η έληψη λογοτεχνικού πνεύματος και η απειρία μου σε ανάλογες καταστάσεις σας απογοήτευσε αλλά τι να κάνουμε!

“'Ένας πελάτης παλικάρι μου που περιμένει από εσένα την επαγγελματική σου βοήθεια και εμπειρία!” Άκουσα προσεκτικά και καταπίνοντας βιαστικά απάντησα, “Ο μάστορας έχει φύγει για απόψε, αύριο πάλι!”

“Εγώ νομίζω ότι εσύ είσαι ο πιο κατάλληλος για τη δουλειά που χρειάζομαι, ο μάστορας ...ας ξεκουραστεί για σήμερα!” Απάντησε αμέσως ο υποψήφιος πελάτης μου.

“Σας παρακαλώ, πρέπει να έρθετε αύριο, αύριο που θα είναι και ο θείος μου εδώ!” Περιττό να σας πω ότι τα μάτια μου συνέχιζαν να είναι κλειστά.

“Άκουσε με προσεκτικά παλικάρι μου, αν ήθελα τον θείο σου θα είχα έρθει στον θείο σου κι αν ήθελα τον μάστορα θα είχα έρθει στο μάστορα, τι συμβαίνει; Γιατί έχεις τα μάτια σου κλειστά; Με ακούς;”

Τώρα που το σκέφτομαι, ακίνητος με τα μάτια σφιχτά κλειστά θα πρέπει να ήμουν μια παράξενη και άρρωστη εικόνα. Ήμουν φοβισμένος, υπερβολικά φοβισμένος και σίγουρος ότι όπου να ναι κάποιος θα πεταγόταν με ένα τεράστιο μαχαίρι έτοιμος να με σφάξει, το μυαλό μου είχε σταματήσει αλλά η φαντασία μου κάλπαζε ασταμάτητα!

Αλλά ελάτε στη θέση μου, με όλες αυτές τις ιστορίες που είχα ακούσει να λένε οι μάστορες να μαι τώρα εγώ ένα χειμωνιάτικο βράδυ με τον βοριά να χτυπάει αλύπητα τις πόρτες και τα παράθυρα να μιλάω με ένα κουστουμαρισμένο, με παπιών, με στρογγυλό καπέλο και μαύρη ομπρέλα βάτραχο που ακουμπούσε ήρεμα στο σφυρί που μου είχε πέσει από την τρομάρα μου προηγουμένως!

Labels: ,

 
posted by ovi
0 comments