Friday, June 27, 2008,4:00 PM
Ο Κύριος Λυχνάρης, το σπίτι του και ο φίλος του I

Όπως επανειλημμένα τόνισα και στο προηγούμενο κεφάλαιο, με όλα αυτά που συνέβαιναν εκείνο το βράδυ στο εργαστήριο, ήμουν τρομοκρατημένος, φοβισμένος αλλά και έτοιμος να σκάσω στα γέλια την ίδια στιγμή. Αυτό το τελευταίο δεν πρέπει να το ανέφερα, αλλά φανταστείτε τώρα εμένα μια σκοτεινή χειμωνιάτικη βραδιά με τον βοριά να χτυπάει αλύπητα την πόρτα να μιλάω σε ένα βράχο με μαύρο κουστούμι, στρογγυλό καπέλο και με ομπρέλα! Αν αυτά δεν είναι αρκετά για να σε τρελάνουν, να κλαις και να γελάς ταυτόχρονα τότε δεν ξέρω τι άλλο θα μπορούσε να το κάνει!

Το καταλαβαίνω ότι τώρα πια δυσκολεύεστε να με πιστέψετε και αναρωτιέστε αν αξίζει το λόγο να συνεχίσετε με αυτή την ιστορία και σας διαβεβαιώ ότι υπήρξαν στιγμές που εκεί εγώ αναρωτιέμαι αν αυτή η πρώτη συνάντηση καθώς και όλα όσα έζησα στη συνέχεια ήταν αλήθεια αλλά η ύπαρξη του Ιππότη Ιωάννη Κ. Πλατυπόδη είναι πέρα για πέρα αληθινή και θα δείτε μετά από λίγο κι εσείς όπως και εγώ θα ξεχάσετε ότι είναι ένας πράσινος βάτραχος ντυμένος άψογα με το πιο ακριβό και καλοραμμένο κουστούμι!

Ποτέ όμως δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι ήταν ένας βάτραχος με τίτλο. Ιππότης, τίτλος που είχε απονεμηθεί από την γριά Βασίλισσα αυτοπροσώπως! Καλά και που το σκέφτομαι τώρα βλέπω ήδη το χαμόγελο στα πρόσωπά σας. Είσαστε σίγουροι ότι τα βερνίκια στο εργαστήριο του θείου μου με πείραξαν και τρελάθηκα. Λοιπόν ξέρετε υπάρχει μια αλήθεια πίσω από αυτό που μόλις σκεφτήκατε γιατί η μυρωδιά των βερνικιών πραγματικά με ενοχλούσε όπως με πειράζει και η μυρωδιά από κάποια ξύλα, όπως το πεύκο και το μαόνι! Ειδικά κάθε φορά που δουλεύαμε με μαόνι δυσκολευόμουνα για ώρες να αναπνεύσω, είχα μάλιστα παραπονεθεί και στον θείο μου αλλά με τη γνωστή αγάπη που μου είχε για μέρες μετά τα παράπονα μου με έβαλε να δουλεύω μόνο με μαόνι!

Αλλά πρέπει και να παραδεχτείτε ότι ένα ελαφρύ αναπνευστικό πρόβλημα και πιθανώς μια ελαφριάς μορφής αλλεργία δεν μπορεί να είναι η αρχή ενός σαλεμένου μυαλού! Απεναντίας και σαν ένδειξη σας φέρνω τη λύση που είχα βρει για το πρόβλημα μεταξύ του θείου μου και της θείας μου, όσο πολύπλοκο κι αν φαίνεται έχει μια πολύ δυνατή δόση λογικής.

Και βέβαια όσο εγώ αναρωτιόμουνα για την κατάσταση του μυαλού μου ο μικρόσωμος συνομιλητής μου στεκόταν εκεί στηριζόμενος στο σφυρί που μου είχε πέσει και κουνώντας αργά την ομπρέλα του παρατηρώντας με. Όπως σας είπα και προηγουμένως για αρκετή ώρα είχα κρατήσει τα μάτια μου κλειστά αλλά τώρα ήταν ανοιχτά και τον κοιτάζανε.

Το μυαλό μου μου φώναζε ότι έπρεπε να κάνω κάτι τουλάχιστον κάτι να πω αλλά δεν είχε καμιά πρόταση κι έτσι εγώ παρέμενα εκεί ακίνητος και χωρίς να λέω λέξη. Σίγουρα καταλάβαινα ότι δεν υπήρχε πιθανότητα να μείνω έτσι ακίνητος μέχρι να φύγει, μου πέρασε κι αυτό από το μυαλό μου, ή μέχρι να εμφανιστεί ο θείος μου. Αυτό όμως δούλεψε, και μόνο η σκέψη του θείου μου να μπαίνει στο εργαστήριο και να με βρίσκει σε αυτή τη θέση ήταν αρκετή για να με κάνει και να κουνηθώ και τη λαλιά μου να βρω!

“Άκου, κάνεις λάθος εγώ δεν είμαι μάστορας ούτε καμιά δουλειά μπορώ να κάνω για σένα. Γιατί δεν έρχεσαι το πρωί που θα είμαστε ανοιχτά, θα είναι και ο θείος μου εδώ για να σε βοηθείσει!” Πιστέψτε το αλλά όλα αυτά τα είπα χωρίς να πάρω ούτε μια ανάσα!

Ο Ιππότης Ιωάννης που σημειωτέον δεν μου είχε συστηθεί ακόμα με κοίταξε πολύ σοβαρά, σταμάτησε να κουνάει την ομπρέλα του και ορθώνοντας το κορμί μου είπε: “Λοιπόν νεαρέ μου νομίζω ότι θα ήταν καλύτερα να ξεκινήσω από την αρχή!” Έβηξε ελαφριά για να καθαρίσει την φωνή του και συνέχισε, “Έχω ένα μικρό πρόβλημα με την ξύλινη βαλίτσα μου που απαιτεί άμεση φροντίδα.”

Σε αυτό το σημείο το ύφος του είχε γίνει πολύ σοβαρό και παρ' όλο ότι η φωνή του συνέχιζε να είναι σιγανή μπορούσα να τον ακούσω πια καθαρά. “Και μιας και είμαι στην γειτονιά αυτή τη στιγμή μένοντας με έναν πολύ στενό και αγαπημένο φίλο που είδε το πρόβλημά μου, μου σύστησε εσένα και κανέναν άλλο σαν το πιο κατάλληλο για το πρόβλημά μου! Και μάλιστα ο φίλος μου συμπλήρωσε ότι είσαι ο καλύτερος που θα μπορούσα να βρω!” Και με μια ελαφρά υπόκλιση συμπλήρωσε, “και γι αυτό βρίσκομαι εδώ!”

“Εγώ δεν είμαι ξυλουργός.” Αυτό ήταν το μοναδικό που καταφέρει να βγει από το έκπληκτο στόμα μου. Τώρα ήμουν πια σίγουρος ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, κάποιος στη γειτονιά τον είχε στείλει σε μένα; Προσωπικά σε μένα; Και του είχε πει κι όλας ότι ήμουν ο καλύτερος; Σίγουρα τρελαινόμουν! Και εδώ πρέπει να σας ομολογήσω και κάτι, όπως είπα και στην αρχή αυτή τη δουλειά την έκανα τα τελευταία δύο χρόνια ψάχνοντας να βρω τι θέλω από τη ζωή μου. Είχα σκεφτεί μήπως η δουλειά του ξυλουργού ήταν αυτό που ονειρευόμουν. Αλλά τώρα πια ήξερα την αλήθεια, δεν ένιωθα καμιά απολύτως αγάπη για αυτή τη δουλειά.

Απεναντίας είχα αρχίσει να την αντιπαθώ νιώθοντας ότι δεν έκανα και τίποτα ουσιαστικό εκτός από το να τρίβω ξύλα μέρα νύχτα. Εγώ ήθελα να δημιουργήσω, να χτίσω πράγματα που είχα στο μυαλό μου αλλά αυτό και το ήξερα καλά πια δεν θα το κατάφερνα ποτέ μου. Και πάλι ένιωθα ότι κάτι άλλο με τραβούσε απλά δεν μπορούσα να το πω ή να το καταλάβω και απλά περίμενα να έρθει μόνο του.

“Νεαρέ μου, ξέρω πολύ καλά ποιος είσαι και τι μπορείς να κάνεις! Στο είπα, σε αυτή τη γειτονιά έχεις κάποιον που σε αγαπάει και σε θαυμάζει γι όλα αυτά που μπορείς να κάνεις.” Σταμάτησε για λίγο αλλά η συνέχεια ήταν ακόμα πιο συγκλονιστική για μένα που στεκόμουν ακίνητος με το στόμα ανοιχτό, “Είσαι ο ανιψιός του μάστορα και ο φίλος μου μου είπε για όλα τα βασανιστήρια που έχεις υποφέρει αλλά για να πω την αλήθεια αν και έχω απόλυτη εμπιστοσύνη στη κρίση του φίλου μου αν συνεχίσεις να στέκεσαι έτσι με το στόμα ανοιχτό θα αρχίσω να έχω τις αμφιβολίες μου!”

Και νομίζω ότι τελειώνοντας αυτές τις κουβέντες είδα ένα χαμόγελο να αχνοφαίνεται στο στόμα του, αλλά μάλλον και αυτό ήταν ένα ακόμα παιχνίδι της τρομάρας μου γιατί η κατάσταση ήταν πολύ σοβαρή για γέλια. Πάντως εγώ έκλεισα το στόμα μου!

Τη γειτονιά δεν τη γνώριζα αλλά ο θείος μου τους ήξερε όλους και αυτός ήταν ένας πολύ καλός λόγος για να μένω μακρυά τους. Τώρα πως ήταν δυνατόν να υπάρχει ανάμεσα τους κάποιος που με ήξερε καλά, με εκτιμούσε ακόμα και με αγαπούσε αυτό έκανε το μυστήριο ακόμα πιο μεγάλο. Το παράξενο βεβαία δεν είναι ότι δεν μπορούσα να φανταστώ ποιον εννοούσε, το πιο παράξενο ήταν ότι ήξερα ποιόν εννοούσε!

“Εννοείς τον κύριο Λυχνάρη;” Γράφοντας αυτή τη στιγμή το όνομα για μια ακόμα φορά αναρωτήθηκα πως μου ήρθε αυτό το όνομα στο μυαλό. Και αυτό που το έκανε ακόμα πιο περίεργο δεν ήταν ότι είχα σκεφτεί το όνομα αλλά το ότι ο κύριος Λυχνάρης ήταν ...σκυλί! Ένα τεράστιο Λαμπραντόρ αλλά όχι ακριβώς Λαμπραντόρ μιας και στο αίμα του κυλούσε αίμα κι από άλλες ράτσες σκύλων. Ένα Λαμπραντόρ με καφέ ανοιχτό χρώμα και μελιά μεγάλα ευγενικά μάτια που συχνά μοιραζόταν μαζί μου το μεσημεριανό μου.


Labels: ,

 
posted by ovi
0 comments