Friday, February 16, 2007,10:28 PM
O Mika Moose σε καινούργιες περιπέτειες
Λοιπόν ο κύριος Μίκα και ο φίλος του ο Μάττι έχουν μπει σε καινούργιες περιπέτειες που μπορείτε να βρείτε και στο Ovi magazine. Και ενα μικρό δείγμα απο το πρώτο κεφάλαιο!

«Σε παρακαλώ Μίκα! Σε παρακαλώ πολύ άσε με να πάρω ...λίγα ακόμα!» Η καρακάξα στεκόταν όρθια στο τραπέζι περιτριγυρισμένος από ένα μικρό τείχος από μπισκότα, γλυκά και πολλές καραμέλες. «Μάττι δεν υπάρχει περίπτωση να κουβαλήσουμε όλα αυτά. Και στο ξαναλέω, δεν χρειάζεται να ανησυχείς όλα εδώ θα είναι όταν επιστρέψουμε, για να μην σου πω περισσότερα και τότε θα μπορέσεις να φας όσα μπισκότα και όση σοκολάτα αντέχεις!» Ο Μίκα ένιωθε λίγο μπερδεμένος με τη σκέψη ότι θα φεύγανε για άλλη μια φορά, ειδικά αφού αυτό θα σήμαινε ότι θα αποχωριζόταν για άλλη μια φορά την οικογένεια του, αλλά ο Άγιος Βασίλης το είχε πει καθαρά ενώ καθάριζε τα γυαλιά του. Ήταν και οι δυο τους πολύ νέοι και είχαν πολύ χρόνο μέχρι να ξαναρχίσουν οι προετοιμασίες για τα Χριστούγεννα οπότε θα μπορούσαν να φύγουν για λίγο και να γνωρίσουν τον κόσμο.

Ο Μίκα ήταν μυστικά πολύ περήφανος με αυτό που είχε καταφέρει, να βοηθήσει τον Άγιο Βασίλη την παραμονή των Χριστουγέννων αλλά και δεν του άρεσε να το κάνει και θέμα. Φυσικά δεν μπορούσε να κρύψει το χαμόγελο του όταν θυμόταν που είχαν οργανώσει για την επιστροφή του την επομένη του ταξιδιού τους γύρω από τη γη και το πόσο διασκέδασε με την οικογένεια του, τα ξωτικά και τους νάνους. Φυσικά η μικρή καρακάξα δεν έλεγε να σταματήσει να μιλάει γι αυτό, ακόμη και στον ύπνο του μουρμούριζε, «Ρούντολφ, φύγε από κει! Τι σου είπα Ντάνσερ;... γκρρρρ .... σταμάτα! Τώρα!...»

Την πρώτη φορά που ο Μάττι παραμιλούσε στον ύπνο του, ο Μίκα ανησύχησε και προσπάθησε να τον ξυπνήσει και όταν το κατάφερε η μικρή καρακάξα πετάχτηκε επάνω έξαλλος από το θυμό και άρχισε να φωνάζει, «τι νομίζεις ότι κάνεις; Ε; Ξέρεις τι έκανα αυτή τη στιγμή και πόσο σοβαρή ήταν η δουλειά μου; Ήμουν ο Άγιος ...Καρακάξα και εχω μια πολύ σοβαρή δουλειά να κάνω! Ξέρεις πόσα παιδιά περιμένουν τον Άγιο Καρακάξα; Ε;» και μετά ...ξανακοιμήθηκε! και έτσι ο Μίκα τον σκέπασε χαμογελώντας και προσπαθώντας να φανταστεί τι ονειρευόταν ο μικρός του φίλος.

«Άκουσε με γιε μου, δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να ανησυχείς για μας,» ο κύριος Μους είπε κοιτώντας τον γιο του στα μάτια. Βέβαια αυτό που ανησυχούσε τον Μίκα περισσότερο ήταν ο Μάττι αλλά δεν είπε τίποτα σε κανέναν. «γιε μου, ξέρω ακριβώς τι σου είπε ο Άγιος Βασίλης και συμφωνώ μαζί του. Και οι δυο σας πρέπει να ζήσετε την περιπέτεια και να μάθετε και ο καλύτερος τρόπος να μάθεις είναι να δεις τον κόσμο και να γνωρίσει άλλους.» Ο Μάττι ήταν έτοιμος να πει ότι είχε συναντήσει περισσότερους από όσους ήθελε κατά τη διάρκεια αυτής της χριστουγεννιάτικης περιπέτειας αλλά ο πατέρας του Μίκα δεν έμοιαζε να συμφωνεί.

Και ο κύριος Μους συνέχισε, «ξέχωρα από αυτό κανένας από τους δυο σας δεν είναι ο συνηθισμένος τύπος, ειδικά ο Μάττι!» και με το άκουσμα αυτών των λέξεων ο Μάττι υποκλίθηκε σαν ηθοποιός μπροστά στο κοινό του ευχαριστημένος με τις καλές κουβέντες του πατέρα του Μίκα. «Ακριβώς κύριε Μους. Πόσα μους ξέρετε εσείς που να έχουν πετάξει; Για να λέμε την αλήθεια πόσα ζώα με τέσσερα πόδια ξέρετε εσείς που να πετάνε; Ε; οχι πολλά!» έκραξε το μικρόσωμο πουλί. «Όσο για μας γιε μου,» συνέχισε ο κύριος Μους, «θα μείνουμε εδώ για λίγο να περιποιηθούμε τους τάρανδους που αισθάνονται ακόμα αδύναμοι, να ηρεμίσουμε και να βοηθήσουμε τα ξωτικά που έχουν κουραστεί μετά την τρέλα των Χριστουγέννων. Μετά θα ξεκινήσουμε για το συνηθισμένο μας λιβάδι κοντά στις λίμνες στα νότια και θα περιμένουμε την άνοιξη και εκεί θα μπορέσετε να μας βρείτε.»

Η μαμά Μους έσφιξε γερά το κασκόλ του γιου της γύρω από το λαιμό του για να μην κρυώνει και του κατέβασε το σκούφο λίγο πιο χαμηλά για να σκεπάσει τα αυτιά του και μετά έδωσε στον Μάττι ένα κατακόκκινο σκούφο, «αυτό θα προστατεύει τα φτερά σου από το κρύο...» ο Μάττι την ευχαρίστησε και άρχισε αμέσως να λογαριάζει πόσα μπισκότα θα μπορούσαν να χωρέσουν σε αυτό το ανέλπιστο δώρο. «το πιθανότερο ...τρία!» ακούστηκε η γνώριμη πια φωνή του κυρίου Σέεμι που είχε ξαφνικά εμφανιστεί. Ο Μάττι κοκκίνισε, «φαντάζομαι ότι και οι δυο σας δεν θα ξεχάσετε να επιστρέψετε τον Νοέμβριο, έτσι θα έχουμε και τον απαραίτητο χρόνο να κάνουμε και μερικές ...πρόβες πετάγματος! Ειδικά στις προσγειώσεις!» και ξανακοκκίνησε ο Μάττι μιας και στην επιστροφή τους και στον ενθουσιασμό του είχε προσγειωθεί ...ανάποδα αν και κατηγόρησε τον πάγο στο διάδρομο και στο ότι τα ξωτικά δεν τον είχανε καθαρίσει σωστά!

Και με το που σταμάτησαν τα γέλια από τη θύμηση αυτή της ανάποδης προσγείωσης, ο Μίκα και ο Μάττι άρχισαν να αποχαιρετούν τα ξωτικά και η καινούργια του περιπέτεια ξεκίνησε!!! Σιγά-σιγά το μους και η καρακάξα άρχισαν να περπατάνε προς την έξοδο του μικρού χωριού αποχαιρετώντας και τους τελευταίους φίλους τους και μόλις λέγανε αντίο στον μεγάλο χιονάνθρωπο που φύλαγε την είσοδο όταν ακούσανε μια βαριά φωνή πίσω τους, ήταν ο Άγιος Βασίλης. «Χο, χο, χο! Καλή τύχη στο ταξίδι σας, Μάττι Καρακάξα και Μίκα Μους! Θα τα πούμε σύντομα. Αν χαθείτε απλά ακολουθείστε τα ...ψίχουλα που αφήνει πίσω του!!! Καλό σας ταξίδι!» και χαιρετώντας άρχισαν να περπατάνε μακριά από τον Βόρειο Πόλο!


Labels: ,